Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
investor
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
investor
investors
Ετυμολογία
επεξεργασία
investor
<
invest
+
-or
Ουσιαστικό
επεξεργασία
investor
(en)
(
οικονομία
,
επάγγελμα
)
ο
επενδυτής
⮡
The
investors
reacted favorably to the news.
Οι
επενδυτές
αντέδρασαν ευνοϊκά στα νέα.
Πηγές
επεξεργασία
investor
-
Oxford Learner's Dictionaries