investor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
investor | investors |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinvestor (en)
- (οικονομία, επάγγελμα) ο επενδυτής
- ⮡ The investors reacted favorably to the news.
- Οι επενδυτές αντέδρασαν ευνοϊκά στα νέα.
- ⮡ The investors reacted favorably to the news.