Δείτε επίσης: επενδύτης, ἐπενδύτης, υπενδύτης, ὑπενδύτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επενδυτής οι επενδυτές
      γενική του επενδυτή των επενδυτών
    αιτιατική τον επενδυτή τους επενδυτές
     κλητική επενδυτή επενδυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επενδυτής < επενδύ(ω) + -τής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pen.ðiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πεν‐δυ‐τής
τονικό παρώνυμο: επενδύτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επενδυτής αρσενικό (θηλυκό επενδύτρια)

  1. (οικονομία, επάγγελμα) αυτός που επενδύει χρήματα σε μια επιχείρηση, που κάνει επενδύσεις
  2. (διαδικτυακή αργκό, μειωτικό) χαρακτηρισμός για (φτωχούς) μετανάστες ή πρόσφυγες από χώρες του Τρίτου Κόσμου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία