Δείτε επίσης: επενδύτης, ἐπενδύτης, υπενδύτης, ὑπενδύτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επενδυτής οι επενδυτές
      γενική του επενδυτή των επενδυτών
    αιτιατική τον επενδυτή τους επενδυτές
     κλητική επενδυτή επενδυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επενδυτής < επενδύ(ω) + -τής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επενδυτής αρσενικό (θηλυκό επενδύτρια)

  1. (οικονομία, επάγγελμα) αυτός που επενδύει χρήματα σε μια επιχείρηση, που κάνει επενδύσεις
  2. (διαδικτυακή αργκό, μειωτικό) χαρακτηρισμός για (φτωχούς) μετανάστες ή πρόσφυγες από χώρες του Τρίτου Κόσμου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία