• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επενδύτρια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επενδύτρια οι επενδύτριες
      γενική της επενδύτριας των επενδυτριών
    αιτιατική την επενδύτρια τις επενδύτριες
     κλητική επενδύτρια επενδύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επενδύτρια < επενδυτής + -τρια

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

επενδύτρια θηλυκό

  • (οικονομία, επάγγελμα) θηλυκό του επενδυτής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    επενδύτρια
  • ρουμανικά : investitoare (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επενδύτρια&oldid=5472610"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 01:11
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 01:11.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie