Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επενδύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επενδύτρι
α
οι
επενδύτρι
ες
γενική
της
επενδύτρι
ας
των
επενδυτρι
ών
αιτιατική
την
επενδύτρι
α
τις
επενδύτρι
ες
κλητική
επενδύτρι
α
επενδύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επενδύτρια
<
επενδυτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επενδύτρια
θηλυκό
(
οικονομία
,
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
επενδυτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επενδύτρια
γαλλικά
:
investisseuse
(fr)
ρουμανικά
:
investitoare
(ro)