υπενδύτης
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπενδύτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπενδύτης < ὑπενδύω < ὑπό + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.penˈði.tis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπενδύτης αρσενικό
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη ὑπενδύτης
- (βοτανική) αυτό που καλύπτει τα σποριάγγεια κάποιων φυτών για να τα προφυλάξει
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπενδύτης
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
→ και δείτε (καθαρεύουσα) ὑπενδύτης