Δείτε επίσης: ὑπενδύτης, ἐπενδύτης, επενδύτης, επενδυτής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπενδύτης οι υπενδύτες
      γενική του υπενδύτη των υπενδυτών
    αιτιατική τον υπενδύτη τους υπενδύτες
     κλητική υπενδύτη υπενδύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπενδύτης αρσενικό

  1. (καθαρεύουσα)  δείτε τη λέξη ὑπενδύτης
  2. (βοτανική) αυτό που καλύπτει τα σποριάγγεια κάποιων φυτών για να τα προφυλάξει

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία