investissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
investissement | investissements |
investissement (fr) αρσενικό
- (οικονομία) η επένδυση
- η περικύκλωση
- η προσήλωση, η αφοσίωση
ενικός | πληθυντικός |
investissement | investissements |
investissement (fr) αρσενικό