Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
investissement investissements

investissement (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) η επένδυση
  2. η περικύκλωση
  3. η προσήλωση, η αφοσίωση

Συγγενικά

επεξεργασία