investo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | investo | investoj |
αιτιατική | investon | investojn |
investo (eo)
- η επένδυση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | investo | investoj |
αιτιατική | investon | investojn |
investo (eo)