ζακέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζακέτα | οι | ζακέτες |
γενική | της | ζακέτας | των | ζακετών |
αιτιατική | τη | ζακέτα | τις | ζακέτες |
κλητική | ζακέτα | ζακέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζακέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jaquette < jaque + -ette < παλαιά γαλλική jaque
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zaˈce.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐κέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζακέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) μάλλινο ή βαμβακερό πλεχτό ρούχο με μανίκια που καλύπτει τον κορμό και κουμπώνει μπροστά με κουμπιά ή φερμουάρ· φοριέται συνήθως πάνω από πουκάμισο ή μπλούζα
- ※ Φορούσε μια ζακέτα με κεχριμπαρένια κουμπάκια, μάλλινη φούστα και σκούρο καλσόν. (Χρήστος Χωμενίδης, Ο κόσμος στα μέτρα του, 2016)
Παράγωγα
επεξεργασίαυποκοριστικά: