ζακέτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζακέτα | οι | ζακέτες |
γενική | της | ζακέτας | των | ζακετών |
αιτιατική | τη | ζακέτα | τις | ζακέτες |
κλητική | ζακέτα | ζακέτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζακέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) μάλλινο ή βαμβακερό πλεχτό ρούχο με μανίκια που καλύπτει τον κορμό και κουμπώνει μπροστά με κουμπιά ή φερμουάρ· φοριέται συνήθως πάνω από πουκάμισο ή μπλούζα