Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jaquette jaquettes

jaquette (fr) θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η ζακέτα
  2. το κάλυμμα ενός βιβλίου