jaquette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jaquette < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική jaquet
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jaquette | jaquettes |
jaquette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
jaquette | jaquettes |
jaquette (fr) θηλυκό