Ετυμολογία

επεξεργασία
jaquette < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική jaquet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒa.kɛt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jaquette jaquettes

jaquette (fr) θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η ζακέτα
  2. το κάλυμμα ενός βιβλίου