↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούστα οι φούστες
      γενική της φούστας
    αιτιατική τη φούστα τις φούστες
     κλητική φούστα φούστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τζιν φούστα
 
φούστα παραδοσιακής σκοτσέζικης ανδρικής φορεσιάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfu.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φού‐στα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
φούστα < φουστάνι ή πιθανόν (άμεσο δάνειο) βενετική fusta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούστα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) ένδυμα, κυρίως γυναικείο, που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση και δεν έχει μπατζάκια
    ⮡  Η μίνι φούστα κάποτε θεωρήθηκε επανάσταση στη μόδα.
    ⮡  Το σκοτσέζικο κιλτ είναι μια ανδρική φούστα που περιτυλίγει το σώμα.
    ※  Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
  2. το τμήμα μιας ενδυμασίας που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση
    ⮡  Φόρεμα με κλος φούστα.. (το κάτω μέρος του φορέματος είναι κλος)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
φούστα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοῦστα < ιταλική fusta < λατινική fustis (ραβδί, στειλιάρι, μπαστούνι,[1] ξύλο[1]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰewd-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούστα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) στενό και μακρύ πλοιάριο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πειρατές της Μεσογείου
  2. (παρωχημένο, ναυτικός όρος, κατ’ επέκταση) η πειρατική επιδρομή κατά το μεσαίωνα και την τουρκοκρατία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.