πειρατής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πειρατής | οι | πειρατές |
γενική | του | πειρατή | των | πειρατών |
αιτιατική | τον | πειρατή | τους | πειρατές |
κλητική | πειρατή | πειρατές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πειρατής < ελληνιστική κοινή πειρατής[1] [2] < αρχαία ελληνική πειράω < πεῖρα < πρωτοελληνική *peřřa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pér-ih₂ / *pr̥-yéh₂s < *per- (προσπαθώ, ρισκάρω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐ρα‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπειρατής αρσενικό (θηλυκό πειρατίνα)
- (ναυτικός όρος) αυτός που συμμετέχει στο πλήρωμα πλοίου το οποίο επιτίθεται σε άλλα, για να αρπάξει το φορτίο τους
- (μεταφορικά) αυτός που ασκεί παράνομη επαγγελματική ή ερασιτεχνική δραστηριότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πειρατής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πειρατής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πειρατής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 3,0 3,1 πειρατής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)