Ετυμολογία

επεξεργασία
πειράω < πεῖρα

πειράω

  1. αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιχειρώ, κάνω πείραμα, προσπαθώ, πιο σύνηθες μεσοπαθητικό πειράομαι
  2. επιτίθεμαι
  3. δοκιμάζω την τύχη μου
  4. εξετάζω την αξιοπιστία κάποιου, τον δοκιμάζω

Συγγενικά

επεξεργασία