Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχειρώ < αρχαία ελληνική ἐπιχειρέω

επιχειρώ

  1. (μεταβατικό) καταπιάνομαι με ένα έργο, προσπαθώ, αποπειρώμαι
    • (όταν το ρήμα χρησιμοποιείται σε παρελθοντικούς χρόνους, συχνά υπονοείται ότι η προσπάθεια δεν ήταν επιτυχής)
      ένας κρατούμενος επιχείρησε να δραπετεύσει
  2. (αμετάβατο) διεξάγω στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολεμώ
    Ο αρχηγός του ρωσικού επιτελείου κατήγγειλε ότι ξένοι μισθοφόροι επιχειρούν κατά των αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία.[1]
  3. (νεολογισμός) (αμετάβατο) ξεκινώ μια επιχείρηση, γίνομαι επιχειρηματίας
    Όταν οι νέοι επιχειρούν - Μαθητές Λυκείου ίδρυσαν εταιρία ηλιακών παιχνιδιών[2]

Συγγενικά

επεξεργασία
Στην παθητική φωνή είναι εύχρηστο μόνο το γ' πρόσωπο (ενεστ. επιχειρείται) και η μετοχή ενεστώτα επιχειρούμενος.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία