ενεστώτας set out
γ΄ ενικό ενεστώτα sets out
αόριστος set out
παθητική μετοχή set out
ενεργητική μετοχή setting out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set out < → δείτε τις λέξεις set και out

set out (en)

  1. κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    He set out for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    They set out at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set off
  2. αναφέρω, παρουσιάζω οργανωμένα, προφορικά ή γραπτά, ιδέες, γεγονότα κτλ.
    Then he set out his opinions on capital punishment.
    Έπειτα ανάφερε τις απόψεις του για τη θανατική ποινή.