set out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets out |
αόριστος | set out |
παθητική μετοχή | set out |
ενεργητική μετοχή | setting out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset out (en)
- κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
- αναφέρω, παρουσιάζω οργανωμένα, προφορικά ή γραπτά, ιδέες, γεγονότα κτλ.
- ↪ Then he set out his opinions on capital punishment.
- Έπειτα ανάφερε τις απόψεις του για τη θανατική ποινή.
- ↪ Then he set out his opinions on capital punishment.
Πηγές
επεξεργασία- set out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60, 448-449, 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω, κινώ, ξεκινώ