set off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets off |
αόριστος | set off |
παθητική μετοχή | set off |
ενεργητική μετοχή | setting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset off (en)
- κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
- πυροδοτώ, κάνω μια βόμβα κτλ. να σκάσει· ρίχνω πυροτεχνήματα
- ⮡ I set off a mine.
- Πυροδότησα μια νάρκη.
- ⮡ They set off fireworks the night of the national celebration.
- Το βράδυ της εθνικής γιορτής έριξαν πυροτεχνήματα.
- ⮡ I set off a mine.
- βάζω μπρος, ενεργοποιώ, κάνω έναν συναγερμό να αρχίσει να χτυπάει
- ⮡ Any attempt by anyone to open this door will set off the alarm.
- Οποιασδήποτε απόπειρα ν' ανοίξει κανείς αυτή την πόρτα, θα βάλει εμπρός το συναγερμό.
- ⮡ The alarm system is set off automatically.
- Το σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται αυτόματα.
- ⮡ Any attempt by anyone to open this door will set off the alarm.
- κάνω κάποιον να αρχίσει να κάνει κάτι όπως να γελάει, να κλαίει ή να μιλάει
- ⮡ This answer set him off laughing.
- Αυτή η απάντηση τον έκανε να βάλει τα γέλια.
- ⮡ This answer set him off laughing.
Πηγές
επεξεργασία- set off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, ξεκινώ