ενεστώτας set off
γ΄ ενικό ενεστώτα sets off
αόριστος set off
παθητική μετοχή set off
ενεργητική μετοχή setting off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set off < → δείτε τις λέξεις set και off

set off (en)

  1. κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    ⮡  He set off for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    ⮡  They set off at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα:  set out, start και start out
  2. πυροδοτώ, κάνω μια βόμβα κτλ. να σκάσει· ρίχνω πυροτεχνήματα
    ⮡  I set off a mine.
    Πυροδότησα μια νάρκη.
    ⮡  They set off fireworks the night of the national celebration.
    Το βράδυ της εθνικής γιορτής έριξαν πυροτεχνήματα.
  3. βάζω μπρος, ενεργοποιώ, κάνω έναν συναγερμό να αρχίσει να χτυπάει
    ⮡  Any attempt by anyone to open this door will set off the alarm.
    Οποιασδήποτε απόπειρα ν' ανοίξει κανείς αυτή την πόρτα, θα βάλει εμπρός το συναγερμό.
    ⮡  The alarm system is set off automatically.
    Το σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται αυτόματα.
  4. κάνω κάποιον να αρχίσει να κάνει κάτι όπως να γελάει, να κλαίει ή να μιλάει
    ⮡  This answer set him off laughing.
    Αυτή η απάντηση τον έκανε να βάλει τα γέλια.