ενεστώτας start out
γ΄ ενικό ενεστώτα starts out
αόριστος started out
παθητική μετοχή started out
ενεργητική μετοχή starting out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
start out < → δείτε τις λέξεις start και out

start out (en)

  • κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    ⮡  He started out for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    ⮡  They started out at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set off