start out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | start out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | starts out |
αόριστος | started out |
παθητική μετοχή | started out |
ενεργητική μετοχή | starting out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstart out (en)
Πηγές
επεξεργασία- start out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 602. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, ξεκινώ