Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεργοποιώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεργοποιώ
<
ενεργός
+
ποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
ενεργοποιώ
θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
καθιστώ
ενεργή
μια δυνατότητα ή μια διαδικασία
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανενεργοποιώ
απενεργοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεργοποιώ
αγγλικά
:
activate
(en)
γαλλικά
:
activer
(fr)
ουκρανικά
:
активувати
(uk)
ρωσικά
:
активировать
(ru)