Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεργοποιώ < ενεργός + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ενεργοποιώ

  1. θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
  2. θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
  3. καθιστώ ενεργή μια δυνατότητα ή μια διαδικασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία