αποπειρώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπειρώμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
αποπειρώμαι (αποθετικό ρήμα)
- κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι
- κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι χωρίς να το πετυχαίνω
- αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει