Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπειρώμαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αποπειρώμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι
  2. κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι χωρίς να το πετυχαίνω
    αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία