Δείτε επίσης: αποπειρατικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειρατικός η πειρατική το πειρατικό
      γενική του πειρατικού της πειρατικής του πειρατικού
    αιτιατική τον πειρατικό την πειρατική το πειρατικό
     κλητική πειρατικέ πειρατική πειρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειρατικοί οι πειρατικές τα πειρατικά
      γενική των πειρατικών των πειρατικών των πειρατικών
    αιτιατική τους πειρατικούς τις πειρατικές τα πειρατικά
     κλητική πειρατικοί πειρατικές πειρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Πειρατική σημαία.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πειρατικός < ελληνιστική κοινή πειρατικός < πειρᾱτής < πεῖρα < πρωτοελληνική *peřřa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pér-ih₂ / *pr̥-yéh₂s < *per- (προσπαθώ, ρισκάρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

πειρατικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά, ναυτικός όρος) που έχει σχέση με τους πειρατές ή την πειρατεία ή αναφέρεται σ’ αυτά
     συνώνυμα: κουρσάρικος
     αντώνυμα: αντιπειρατικός
  2. (μεταφορικά, προφορικό) παράνομος, λαθραίος, ευκαιριακός
  3. (πληροφορική, μεταφορικά, νεολογισμός) συνώνυμο του σπασμένος
    ※  Έξι στα δέκα προγράμματα λογισμικού που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι «πειρατικά». (www.tovima.gr, 21.07.2008)
    ※  Σπασμένα ή πειρατικά είναι τα Windows τα οποία έχουμε ενεργοποιήσει παράνομα με κάποιο πρόγραμμα ή κάποια άλλη παράτυπη μέθοδο[1]
     αντώνυμα: αυθεντικός, γνήσιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία