πειρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πειρατικός < ελληνιστική κοινή πειρατικός < πειρᾱτής < πεῖρα < πρωτοελληνική *peřřa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pér-ih₂ / *pr̥-yéh₂s < *per- (προσπαθώ, ρισκάρω)
Επίθετο
επεξεργασίαπειρατικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά, ναυτικός όρος) που έχει σχέση με τους πειρατές ή την πειρατεία ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (μεταφορικά, προφορικό) παράνομος, λαθραίος, ευκαιριακός
- (πληροφορική, μεταφορικά, νεολογισμός) συνώνυμο του σπασμένος
- ※ Έξι στα δέκα προγράμματα λογισμικού που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι «πειρατικά». (www.tovima.gr, 21.07.2008)
- ※ Σπασμένα ή πειρατικά είναι τα Windows τα οποία έχουμε ενεργοποιήσει παράνομα με κάποιο πρόγραμμα ή κάποια άλλη παράτυπη μέθοδο[1]
- ≠ αντώνυμα: αυθεντικός, γνήσιος
Συγγενικά
επεξεργασία- πειρατικά
- πειρατικό
- ραδιοπειρατικός
- → δείτε τις λέξεις πειρατής και πείρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πειρατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πειρατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πειρατικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Κάτοχοι σπασμένων Windows 7 και Windows 8.1. Πρόσβαση 2020-10-03.