Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκαιριακός η ευκαιριακή το ευκαιριακό
      γενική του ευκαιριακού της ευκαιριακής του ευκαιριακού
    αιτιατική τον ευκαιριακό την ευκαιριακή το ευκαιριακό
     κλητική ευκαιριακέ ευκαιριακή ευκαιριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκαιριακοί οι ευκαιριακές τα ευκαιριακά
      γενική των ευκαιριακών των ευκαιριακών των ευκαιριακών
    αιτιατική τους ευκαιριακούς τις ευκαιριακές τα ευκαιριακά
     κλητική ευκαιριακοί ευκαιριακές ευκαιριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκαιριακός < ευκαιρία + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική occasionnel)[1][2]

  Επίθετο επεξεργασία

ευκαιριακός, -ή, -ό

  • που συμβαίνει μόνο όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία, για κάτι που γίνεται μόνο όταν οι περιστάσεις το ευνοούν

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ευκαιριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ευκαιριακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία