ευκαιριακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ευκαιριακά < ευκαιριακ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ευκαιριακά
- με ευκαιριακό τρόπο ή σε ευκαιριακό χρόνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευκαιριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευκαιριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευκαιριακό