ραδιοπειρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοπειρατικός < ραδιοπειρατεία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ραδιοπειρατικός, -ή, -ό,
- (τεχνολογία): ο σχετικός με ραδιοπειρατεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοπειρατικός
|
ραδιοπειρατικός, -ή, -ό,
|