αποπειρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπειρατικός < απόπειρα + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conatif)
Επίθετο επεξεργασία
αποπειρατικός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- αποπειρατικός ενεστώτας: (γραμματική) ο ενεστώτα που δηλώνει την απόπειρα, την προσπάθεια του υποκειμένου ενός ρήματος