Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπειρατικός η αποπειρατική το αποπειρατικό
      γενική του αποπειρατικού της αποπειρατικής του αποπειρατικού
    αιτιατική τον αποπειρατικό την αποπειρατική το αποπειρατικό
     κλητική αποπειρατικέ αποπειρατική αποπειρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπειρατικοί οι αποπειρατικές τα αποπειρατικά
      γενική των αποπειρατικών των αποπειρατικών των αποπειρατικών
    αιτιατική τους αποπειρατικούς τις αποπειρατικές τα αποπειρατικά
     κλητική αποπειρατικοί αποπειρατικές αποπειρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπειρατικός < απόπειρα + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conatif)

  Επίθετο επεξεργασία

αποπειρατικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία