πεῖρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεῖρᾰ | αἱ | πεῖραι |
γενική | τῆς | πείρᾱς | τῶν | πειρῶν |
δοτική | τῇ | πείρᾳ | ταῖς | πείραις |
αιτιατική | τὴν | πεῖρᾰν | τὰς | πείρᾱς |
κλητική ὦ! | πεῖρᾰ | πεῖραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεῖρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πείραιν | ||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνώ, διαπερνώ) (συγγενής λέξη με τα πείρω (διαπερνώ), περάω (μεταφέρω μακριά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεῖρα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- εἰς πεῖραν ἔρχεται: αποδεικνύεται όταν δοκιμάζεται
- ἀπό πείρης: με πείραμα
- ἐπί πείρᾳ: διά δοκιμής
- πεῖραν ἔχω / πεῖραν λαμβάνω: δοκιμάζω
Πηγές
επεξεργασία- πεῖρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεῖρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.