Δείτε επίσης: πείρα

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεῖρ αἱ πεῖραι
      γενική τῆς πείρᾱς τῶν πειρῶν
      δοτική τῇ πείρ ταῖς πείραις
    αιτιατική τὴν πεῖρᾰν τὰς πείρᾱς
     κλητική ! πεῖρ πεῖραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεῖρ
γεν-δοτ τοῖν  πείραιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πεῖρα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνώ, διαπερνώ) (συγγενής λέξη με τα πείρω (διαπερνώ), περάω (μεταφέρω μακριά)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πεῖρα θηλυκό

  1. πείρα, εμπειρία
  2. δοκιμή

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία