περάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περάω < επίρρημα πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω), ρίζα που δηλώνει κατεύθυνση[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: περνῶ ⇒ νέα ελληνικά: περνώ > περνάω
Ρήμα
επεξεργασία
περάω / περῶ, μέλλων: περάσω, αόρ. ἐπέρᾱσα, παρακείμενος: πεπέρακα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πέρα (& σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- περάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.