Ετυμολογία

επεξεργασία

περάω / περῶ, μέλλων: περάσω, αόρ. ἐπέρᾱσα, παρακείμενος: πεπέρακα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. διαπερνώ, περνάω δια μέσου
  2. περνάω απέναντι
  3. περνώ
  4. καταχρηστικά, ως συνώνυμο του πέρνημι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πέρα

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πέρα (& σχόλια) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.