μεταπράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπράτης < ελληνιστική κοινή μεταπράτης < μεταπιπράσκω[1] < μετά + αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.ˈpra.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πρά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταπράτης αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) ο μεταπωλητής, ο έμπορος που αγοράζει σε χοντρική τιμή και πουλά σε λιανική για την αποκόμιση κέρδους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταπράτης
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.