μεταπρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπρατικός < μεταπράτης + -ικός < (ελληνιστική κοινή) μεταπράτης < μεταπιπράσκω < αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Επίθετο
επεξεργασίαμεταπρατικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον μεταπράτη και τη μεταπράτηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεταπράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπρατικός
|