πειρατεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειρατεία < πειρατεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειρατεία θηλυκό
- η πράξη της κλοπής όταν συμβαίνει στη θάλασσα
- η αντιγραφή και διανομή μέσω του διαδικτύου ή με φυσικά μέσα αρχείων και προγραμμάτων, χωρίς άδεια, συνήθως σε μηδενική ή υπερβολικά χαμηλή τιμή
- Η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική βιομηχανία, είπε ο Τάκης και αντέγραψε το CD
- η χρησιμοποίηση ή αναπαραγωγή της εργασίας κάποιου ατόμου χωρίς την έγκρισή του