Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πειρατίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πειρατίν
α
οι
πειρατίν
ες
γενική
της
πειρατίν
ας
των
πειρατίν
ων
αιτιατική
την
πειρατίν
α
τις
πειρατίν
ες
κλητική
πειρατίν
α
πειρατίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πειρατίνα
<
πειρατής
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πειρατίνα
θηλυκό
(
κυριολεκτικά
,
μεταφορικά
)
θηλυκό
του
πειρατής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πειρατίνα
γαλλικά
:
piratesse
(fr)
ρωσικά
:
пиратка
(ru)
(
pirátka
)