Ετυμολογία

επεξεργασία
πειρατεύω < ελληνιστική κοινή πειρατεύω[1] < πειρατής < αρχαία ελληνική πεῖρα

πειρατεύω

  1. (ναυτικός όρος) είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία (στη θάλασσα)
  2. (κατ’ επέκταση) επιτίθεμαι με σκοπό τη ληστεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πειρατεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.