κιλτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιλτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακιλτ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) η παραδοσιακή φούστα των Σκοτσέζων ανδρών από μάλλινο καρό ύφασμα που φτάνει μέχρι το γόνατο