Ετυμολογία

επεξεργασία
κιλτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈcilt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Άνδρας που φοράει κιλτ.

κιλτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία