τουρκοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουρκοκρατία | οι | τουρκοκρατίες |
γενική | της | τουρκοκρατίας | των | τουρκοκρατιών |
αιτιατική | την | τουρκοκρατία | τις | τουρκοκρατίες |
κλητική | τουρκοκρατία | τουρκοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuɾ.ko.kɾaˈti.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκοκρατία θηλυκό
- (ιστορία) η επικράτηση των Τούρκων σε μια χώρα, πολιτισμό
- → δείτε τη λέξη Τουρκοκρατία για την ελληνική ιστορική περίοδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκοκρατία
|