Δείτε επίσης: Τουρκοκρατία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρκοκρατία οι τουρκοκρατίες
      γενική της τουρκοκρατίας των τουρκοκρατιών
    αιτιατική την τουρκοκρατία τις τουρκοκρατίες
     κλητική τουρκοκρατία τουρκοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τουρκοκρατία < τουρκο- + -κρατία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τουρκοκρατία θηλυκό

  1. (ιστορία) η επικράτηση των Τούρκων σε μια χώρα, πολιτισμό
  2.  δείτε τη λέξη Τουρκοκρατία για την ελληνική ιστορική περίοδο

Μεταφράσεις

επεξεργασία