Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -κρατία οι -κρατίες
      γενική της -κρατίας των -κρατιών
    αιτιατική τη(ν) -κρατία τις -κρατίες
     κλητική -κρατία -κρατίες
Τα σύνθετα, συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κρατία < -κράτης → δείτε τη λέξη κρατέω και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική -cratie ή την αγγλική -cracy[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾaˈti.a/

  Επίθημα επεξεργασία

-κρατία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κρατία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κρατία < → δείτε τη λέξη κρατέω / κρατῶ

  Επίθημα επεξεργασία

-κρατία

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -κρατί αἱ -κρατίαι
      γενική τῆς -κρατίᾱς τῶν -κρατιῶν
      δοτική τῇ -κρατί ταῖς -κρατίαις
    αιτιατική τὴν -κρατίᾱν τὰς -κρατίᾱς
     κλητική ! -κρατί -κρατίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -κρατί
γεν-δοτ τοῖν  -κρατίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κρατία < -κράτ(ης) + -ία < → δείτε τη λέξη κρατέω / κρατῶ

  Επίθημα επεξεργασία

-κρατία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία