τρομοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομοκρατία < τρόμ(ος) + -ο- + -κρατία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική terrorisme
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.mo.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐μο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομοκρατία θηλυκό