πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοκρατία οι δημοκρατίες
      γενική της δημοκρατίας των δημοκρατιών
    αιτιατική τη δημοκρατία τις δημοκρατίες
     κλητική δημοκρατία δημοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημοκρατία θηλυκό

  1. (πολιτική) πολιτικό σύστημα όπου ο λαός έχει την εξουσία άμεσα ή έμμεσα
      η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Αθήνα
  2. κράτος με αυτό το πολιτικό σύστημα
      η Ελληνική Δημοκρατία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δημοκρᾰτῐᾱ-
ονομαστική δημοκρατί αἱ δημοκρατίαι
      γενική τῆς δημοκρατίᾱς τῶν δημοκρατιῶν
      δοτική τῇ δημοκρατί ταῖς δημοκρατίαις
    αιτιατική τὴν δημοκρατίᾱν τὰς δημοκρατίᾱς
     κλητική ! δημοκρατί δημοκρατίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημοκρατί
γεν-δοτ τοῖν  δημοκρατίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δημοκρατία < (δῆμος) δημο- + -κρατία (< κρατέω < κράτος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημοκρᾰτία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία