Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοκρατία οι δημοκρατίες
      γενική της δημοκρατίας των δημοκρατιών
    αιτιατική τη δημοκρατία τις δημοκρατίες
     κλητική δημοκρατία δημοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημοκρατία (άμεση δημοκρατία), λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démocratie < αρχαία ελληνικά δημοκρατία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δημο- + -κρατία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.mo.kɾaˈti.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐κρα‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοκρατία θηλυκό

  1. (πολιτική) πολιτικό σύστημα όπου ο λαός έχει την εξουσία άμεσα ή έμμεσα
    η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Αθήνα
  2. κράτος με αυτό το πολιτικό σύστημα
    η Ελληνική Δημοκρατία

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δημοκρᾰτῐᾱ-
ονομαστική δημοκρατί αἱ δημοκρατίαι
      γενική τῆς δημοκρατίᾱς τῶν δημοκρατιῶν
      δοτική τῇ δημοκρατί ταῖς δημοκρατίαις
    αιτιατική τὴν δημοκρατίᾱν τὰς δημοκρατίᾱς
     κλητική ! δημοκρατί δημοκρατίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημοκρατί
γεν-δοτ τοῖν  δημοκρατίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοκρατία < (δῆμος) δημο- + -κρατία (< κρατέω < κράτος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοκρᾰτία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δῆμος και κράτος

  Πηγές επεξεργασία