democracy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
democracy | democracies |
Ετυμολογία
επεξεργασία- democracy < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική < μεσαιωνική λατινική democratia < αρχαία ελληνική δημοκρατία. Μορφολογικά αναλύεται σε demo- + -cracy
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdemocracy (en)
- (μη μετρήσιμο, πολιτική) η δημοκρατία, το σύστημα
- ⮡ a parliamentary democracy - κοινοβουλευτική δημοκρατία
- (πολιτική) η δημοκρατία, κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα
- ⮡ the northern/Baltic democracies - οι δημοκρατίες του βορρά/της Βαλτικής
- (μη μετρήσιμο) η δημοκρατία, δίκαιη και ίση μεταχείριση όλων και το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων
- ⮡ The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
- Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.
- ⮡ The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.