ενικός         πληθυντικός  
democracy democracies

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

democracy (en)

  1. (μη μετρήσιμο, πολιτική) η δημοκρατία, το σύστημα
      a parliamentary democracy - κοινοβουλευτική δημοκρατία
  2. (πολιτική) η δημοκρατία, κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα
      the northern/Baltic democracies - οι δημοκρατίες του βορρά/της Βαλτικής
  3. (μη μετρήσιμο) η δημοκρατία, δίκαιη και ίση μεταχείριση όλων και το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων
      The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
    Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.

Συγγενικά

επεξεργασία