τυραννίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυραννίδα > (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυραννίς από την αιτιατική σε -ίδα > τύραννος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυραννίδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τύραννος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τυραννίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίατυραννίδα θηλυκό