εκδημοκρατισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδημοκρατισμός < (εκ-δημοκρατίζω) εκδημοκρατισ- + -μός[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκδημοκρατισμός αρσενικό
- η εισαγωγή και εφαρμογή της δημοκρατίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδημοκρατισμός
επεξεργασία
- ↑ εκδημοκρατισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.