Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεροντοκρατία οι γεροντοκρατίες
      γενική της γεροντοκρατίας των γεροντοκρατιών
    αιτιατική τη γεροντοκρατία τις γεροντοκρατίες
     κλητική γεροντοκρατία γεροντοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεροντοκρατία < γεροντο- (< γέρων) + -κρατία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.ɾon.do.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ρο‐ντο‐κρα‐τί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεροντοκρατία θηλυκό

  1. η κυριαρχία στην εξουσία (την πολιτική ή κοινωνική) της τρίτης ηλικίας, η έλλειψη νεωτερισμού, η παγίωση παλιών αντιλήψεων και η απροθυμία για καινοτομίες σε οργανισμό, φορέα κ.λπ.
  2. η πλειοψηφία ατόμων άνω των 60 ετών σε στέκι, πλατεία, δημόσιο χώρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία