παγίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγίωση | οι | παγιώσεις |
γενική | της | παγίωσης* | των | παγιώσεων |
αιτιατική | την | παγίωση | τις | παγιώσεις |
κλητική | παγίωση | παγιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγίωση < παγιώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παγίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγίωση