πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλειοψηφία οι πλειοψηφίες
      γενική της πλειοψηφίας των πλειοψηφιών
    αιτιατική την πλειοψηφία τις πλειοψηφίες
     κλητική πλειοψηφία πλειοψηφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλειοψηφία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλειοψηφία θηλυκό

  1. οι ψήφοι που υπερτερούν αριθμητικά σε μια εκλογική διαδικασία
      το κόμμα μας πήρε την πλειοψηφία
  2. η παράταξη που πήρε τις περισσότερες ψήφους ή έδρες σε μια εκλογική διαδικασία, ή σε ένα εκλεγμένο όργανο
      η κυβερνητική πλειοψηφία υπερψήφισε το νομοσχέδιο
     συνώνυμα: πλειονοψηφία
     αντώνυμα: μειοψηφία μειονοψηφία
  3. το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου
      η πλειοψηφία των προϊόντων αυτής της εταιρείας είναι χαμηλής ποιότητας
     συνώνυμα: πλειονότητα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία