majority
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
majority | majorities |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmajority (en)
- (ενικός) η πλειοψηφία, η πλειονότητα, ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με ένα σύνολο
- ⮡ The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
- Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
- ⮡ The government has the majority of the company’s shares.
- Το δημόσιο έχει την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης.
- ⮡ The inhabitants of the area are by majority refugees.
- Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.
- ⮡ The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
- η πλειοψηφία, ο αριθμός των ψήφων με τις οποίες κάποιος κερδίζει στις εκλογές
- ⮡ A two-thirds majority is required for the election of the president.
- Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.
- ⮡ A two-thirds majority is required for the election of the president.