ενικός         πληθυντικός  
majority majorities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

majority (en)

  1. (ενικός) η πλειοψηφία, η πλειονότητα, ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με ένα σύνολο
    ⮡  The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
    Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
    ⮡  The government has the majority of the company’s shares.
    Το δημόσιο έχει την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης.
    ⮡  The inhabitants of the area are by majority refugees.
    Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.
  2. η πλειοψηφία, ο αριθμός των ψήφων με τις οποίες κάποιος κερδίζει στις εκλογές
    ⮡  A two-thirds majority is required for the election of the president.
    Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.