Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʒɔ.ʁi.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
majorité majorités

majorité (fr) θηλυκό

  1. η πλειοψηφία
  2. η ενηλικίωση
  3. η πλειονότητα