• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ενηλικίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενηλικίωση οι ενηλικιώσεις
      γενική της ενηλικίωσης* των ενηλικιώσεων
    αιτιατική την ενηλικίωση τις ενηλικιώσεις
     κλητική ενηλικίωση ενηλικιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενηλικιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ενηλικίωση < → λείπει η ετυμολογία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ni.liˈci.o.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενηλικίωση θηλυκό

  • Συμπλήρωση 18 ετών από την γέννηση


Συγγενικά

επεξεργασία
  • ενήλικας
  • ενηλικιότητα
  • ενηλικιώνομαι
  • ενήλικος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ενηλικίωση
  • γαλλικά : majorité (fr)
  • εβραϊκά : בגרות (he)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενηλικίωση&oldid=5471133"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:16

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:16. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας