Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλειονοψηφία οι πλειονοψηφίες
      γενική της πλειονοψηφίας των πλειονοψηφιών
    αιτιατική την πλειονοψηφία τις πλειονοψηφίες
     κλητική πλειονοψηφία πλειονοψηφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλειονοψηφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειονοψηφία[1] (→ δείτε και τη λέξη πλειοψηφία) < αρχαία ελληνική πλείων, πλειονο- + ψῆφ(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pli.o.no.psiˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλει‐ο‐νο‐ψη‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλειονοψηφία θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία