πλείων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πλείων | τὸ | πλεῖον & πλεῖν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πλείονος | τοῦ | πλείονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πλείονῐ | τῷ | πλείονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πλείονᾰ - πλείω | τὸ | πλεῖον | ||
κλητική ὦ! | πλεῖον | πλεῖον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πλείονες - πλείους | τὰ | πλείονᾰ - πλείω | ||
γενική | τῶν | πλειόνων | τῶν | πλειόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πλείοσῐ(ν) | τοῖς | πλείοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πλείονᾰς - πλείους | τὰ | πλείονᾰ - πλείω | ||
κλητική ὦ! | πλείονες - πλείους | πλείονᾰ - πλείω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλείονε | τὼ | πλείονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλειόνοιν | τοῖν | πλειόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλείων < *πλή-j-ων με βράχυνση κατά το πλεῖστος, μείων
- Κατ' άλλη άποψη,[1] < μεταπτωτική βαθμίδα για τη δισύλλαβη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pelh₁ (γεμίζω) (ομόρριζα: πολύς, πίμπλημι, πλῆθος, πολύς) [2]
Επίθετο
επεξεργασίαπλείων
- συγκριτικός βαθμός του πολύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 165 → δείτε και τη λέξη
- ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
- ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 475
- ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 380
- πλείων μὲν πλεόνων μελέτη, μείζων δ᾽ ἐπιθήκη
- Γιατί οι πιο πολλοί και πιο πολύ για τη δουλειά φροντίζουν μα και το κέρδος που σωρεύεται απ᾽ αυτούς είναι περισσότερο
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πλείων μὲν πλεόνων μελέτη, μείζων δ᾽ ἐπιθήκη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 5.39
- ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει
- ο πολύς κόσμος περισσότερος, όλο και περισσότερος εισέρρεε (μαζευόταν) [Απόδοση:Βικιλεξικό]
- ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 165 → δείτε και τη λέξη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πλεον-, πλειστ-, πλειονο-, πλειο-
πλεον-, πλειστ-, πλειονο-, πλειο-
με πλεον-, πλεονο-
- ἀπλεόναστος
- ἀπλεονέκτητος
- ἐπιπλεοναστέον
- μικρόπλεον
- πλέον
- πλεονάζω συγγενικά & σύνθετα όπως ενδεικτικά πλεόνασις, πλεόνασμα
- πλεονάκις
- πλεοναχῇ
- πλεοναχόθεν
- πλεοναχός
- πλεοναχῶς
- πλεονέκτης, πλεονεξία, πλεονεκτέω συγγενικά & σύνθετα
- πλεονοδάκτυλος
- πλεονοσυλλαβέω
- πλεονοσύλλαβος
- πλεονότης
- πλεονοτρόφος
με πλειστ-, πλειστο-
- → δείτε τη λέξη πλεῖστος
με πλειoνο-
με πλειoνο-
- → δείτε το αντίστοιχο νεοελληνικό πεδίο στο πλέον
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πλείων σελ. 1206 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ πλέον (& εκδοχές ετυμολόγησης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πλείων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλείων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.