πλέως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααρσενικό & ουδέτερο 2η κλίση αττικόκλιτα - θηλυκό κατά την 1η κλίση | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλέως | ἡ | πλέᾱ | τὸ | πλέων |
γενική | τοῦ | πλέω | τῆς | πλέᾱς | τοῦ | πλέω |
δοτική | τῷ | πλέῳ | τῇ | πλέᾳ | τῷ | πλέῳ |
αιτιατική | τὸν | πλέων | τὴν | πλέᾱν | τὸ | πλέων |
κλητική ὦ! | πλέως | πλέᾱ | πλέων | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πλέῳ | αἱ | πλέαι | τὰ | πλέᾱ |
γενική | τῶν | πλέων | τῶν | πλεῶν | τῶν | πλέων |
δοτική | τοῖς | πλέῳς | ταῖς | πλέαις | τοῖς | πλέῳς |
αιτιατική | τοὺς | πλέως | τὰς | πλέᾱς | τὰ | πλέᾱ |
κλητική ὦ! | πλέῳ | πλέαι | πλέᾱ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλέω | τὼ | πλέᾱ | τὼ | πλέω |
γεν-δοτ | τοῖν | πλέῳν | τοῖν | πλέαιν | τοῖν | πλέῳν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'πλέως' όπως «πλέως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλέως < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπλέως, -α, -ων
- γεμάτος από κάποιο πράγμα
- γεμάτος
- (για χρόνο) πλήρης, συμπληρωμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : πλέος, -η, -ον
- επικός τύπος : πλεῖος, -η, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πλέως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλέως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.