αρσενικό & ουδέτερο 2η κλίση αττικόκλιτα - θηλυκό κατά την 1η κλίση
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλέως πλέ τὸ πλέων
      γενική τοῦ πλέω τῆς πλέᾱς τοῦ πλέω
      δοτική τῷ πλέ τῇ πλέ τῷ πλέ
    αιτιατική τὸν πλέων τὴν πλέᾱν τὸ πλέων
     κλητική ! πλέως πλέ πλέων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλέ αἱ πλέαι τὰ πλέ
      γενική τῶν πλέων τῶν πλεῶν τῶν πλέων
      δοτική τοῖς πλέῳς ταῖς πλέαις τοῖς πλέῳς
    αιτιατική τοὺς πλέως τὰς πλέᾱς τὰ πλέ
     κλητική ! πλέ πλέαι πλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλέω τὼ πλέ τὼ πλέω
      γεν-δοτ τοῖν πλέῳν τοῖν πλέαιν τοῖν πλέῳν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'πλέως' όπως «πλέως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλέως < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πλέως, -α, -ων

  1. γεμάτος από κάποιο πράγμα
  2. γεμάτος
  3. (για χρόνο) πλήρης, συμπληρωμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία