γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλέος πλέ τὸ πλέον
      γενική τοῦ πλέου τῆς πλέᾱς τοῦ πλέου
      δοτική τῷ πλέ τῇ πλέ τῷ πλέ
    αιτιατική τὸν πλέον τὴν πλέᾱν τὸ πλέον
     κλητική ! πλέε πλέ πλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλέοι αἱ πλέαι τὰ πλέ
      γενική τῶν πλέων τῶν πλέων τῶν πλέων
      δοτική τοῖς πλέοις ταῖς πλέαις τοῖς πλέοις
    αιτιατική τοὺς πλέους τὰς πλέᾱς τὰ πλέ
     κλητική ! πλέοι πλέαι πλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλέω τὼ πλέ τὼ πλέω
      γεν-δοτ τοῖν πλέοιν τοῖν πλέαιν τοῖν πλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πλέος, -α, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία