πλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλέος | ἡ | πλέᾱ | τὸ | πλέον |
γενική | τοῦ | πλέου | τῆς | πλέᾱς | τοῦ | πλέου |
δοτική | τῷ | πλέῳ | τῇ | πλέᾳ | τῷ | πλέῳ |
αιτιατική | τὸν | πλέον | τὴν | πλέᾱν | τὸ | πλέον |
κλητική ὦ! | πλέε | πλέᾱ | πλέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πλέοι | αἱ | πλέαι | τὰ | πλέᾰ |
γενική | τῶν | πλέων | τῶν | πλέων | τῶν | πλέων |
δοτική | τοῖς | πλέοις | ταῖς | πλέαις | τοῖς | πλέοις |
αιτιατική | τοὺς | πλέους | τὰς | πλέᾱς | τὰ | πλέᾰ |
κλητική ὦ! | πλέοι | πλέαι | πλέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλέω | τὼ | πλέᾱ | τὼ | πλέω |
γεν-δοτ | τοῖν | πλέοιν | τοῖν | πλέαιν | τοῖν | πλέοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπλέος, -α, -ον
- αττικός τύπος : γεμάτος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1000
- καὶ νὴ Δί᾽ ἔτι γέ μοὐστὶ κιβωτὸς πλέα,
- Μά τον Δία, έχω κι άλλο σεντούκι γεμάτο.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ νὴ Δί᾽ ἔτι γέ μοὐστὶ κιβωτὸς πλέα,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1000
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.