πλέων, πλέουσα, πλέον

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλέων πλέουσ τὸ πλέον
      γενική τοῦ πλέοντος τῆς πλεούσης τοῦ πλέοντος
      δοτική τῷ πλέοντ τῇ πλεούσ τῷ πλέοντ
    αιτιατική τὸν πλέοντ τὴν πλέουσᾰν τὸ πλέον
     κλητική ! πλέων πλέουσ πλέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλέοντες αἱ πλέουσαι τὰ πλέοντ
      γενική τῶν πλεόντων τῶν πλεουσῶν τῶν πλεόντων
      δοτική τοῖς πλέουσῐ(ν) ταῖς πλεούσαις τοῖς πλέουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πλέοντᾰς τὰς πλεούσᾱς τὰ πλέοντ
     κλητική ! πλέοντες πλέουσαι πλέοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλέοντε τὼ πλεούσ τὼ πλέοντε
      γεν-δοτ τοῖν πλεόντοιν τοῖν πλεούσαιν τοῖν πλεόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές