πλέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπλέων, πλέων, πλέον
- άλλη μορφή του πλείων, συγκριτικός βαθμός του πολύς
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πλέων | τὸ | πλέον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πλέονος | τοῦ | πλέονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πλέονῐ | τῷ | πλέονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πλέονᾰ - πλέω | τὸ | πλέον | ||
κλητική ὦ! | πλέον | πλέον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πλέονες - πλέους | τὰ | πλέονᾰ - πλέω | ||
γενική | τῶν | πλεόνων | τῶν | πλεόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πλέοσῐ(ν) | τοῖς | πλέοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πλέονᾰς - πλέους | τὰ | πλέονᾰ - πλέω | ||
κλητική ὦ! | πλέονες - πλέους | πλέονᾰ - πλέω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλέονε | τὼ | πλέονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλεόνοιν | τοῖν | πλεόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «πλέων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασία- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πλέω