πλέον
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλέον < αρχαία ελληνική πλέον < πλείων, συγκριτικός βαθμός του πολύς
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πλέον
- πια
- στο εξής
- σε αντίθεση με πριν, με παλιότερα
- (λόγιο) (παρωχημένο) περισσότερο, πιο
- Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πια
→ δείτε τη λέξη πια |
στο εξής
πιο
→ δείτε τη λέξη πιο |