Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλεονάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλεονάζω
<
αρχαία ελληνική
πλεονάζω
Ρήμα
επεξεργασία
πλεονάζω
(
γενικότερα
) είμαι σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που χρειάζεται
(
ειδικότερα
)
περισσεύω
Συγγενικά
επεξεργασία
πλεόνασμα
πλεονασμός
πλεοναστικά
πλεοναστικός
πλεοναστικώς
πλεοναστικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεονάζω
γαλλικά
:
être
(fr)
en
trop
(fr)
, en
excédent
(fr)
,
faire double emploi
(fr)